- ροδοκοκκινίζω
- [родококкинизо] ρ становиться розовым, окрашиваться в розовый цвет.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
ροδοκοκκινίζω — ροδοκοκκινίζω, ροδοκοκκίνισα, ροδοκοκκινισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ροδοκοκκινίζω — Ν [ροδοκόκκινος] γίνομαι ροδοκόκκινος, κοκκινίζω ελαφρά … Dictionary of Greek
ροδοκοκκινίζω — ισα, ισμένος, είμαι κόκκινος σαν τριαντάφυλλο: Ροδοκοκκινισμένη ξεφούρνιζε τα ψωμιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ροδοκοκκίνισμα — το, Ν [ροδοκοκκινίζω] το να γίνεται κάτι ροδοκόκκινο, το να αποκτά ροδοκόκκινο χρώμα … Dictionary of Greek